εκλειαίνω

εκλειαίνω
(αόρ. εξελείανα, παθ. αόρ. εξελειάνθην) μετ. отшлифовывать, отполировывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκλειαίνω" в других словарях:

  • εκλειαίνω — (AM ἐκλειαίνω Α και ἐκλεαίνω) 1. κάνω κάτι λείο ή ομαλό 2. στιλβώνω, γυαλίζω …   Dictionary of Greek

  • εκλεαίνω — βλ. εκλειαίνω …   Dictionary of Greek

  • συνεκλεαίνω — Α καθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»